Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018

12 χρόνια μετά

Σε σκεφτόμουν αυτές τις μέρες Άγγελε. Κάνει ζέστη ελληνική εδώ στο Ντίσελντορφ και μου θυμίζει τον Ιούλιο που έφυγες. Μου λείπεις. Βλέπω τη ζωή των ανθρώπων να κυλάει και να φεύγει κι αυτή. Προκαθορισμένη, προγραμματισμένη, στους ίδιους συρμούς για τους περισσότερους ανθρώπους. Μου άρεσε που εσύ ήσουν διαφορετικός. Αληθινός, άσπιλος, μη συμβατικός με το ψέμα της εποχής. Μακάρι να μην είχες πιάσει ποτέ όπλο στο χέρι σου. Μακάρι, το όπλο σου να ήταν ένα μολύβι για να εκφραστείς, κάτι τέλος πάντων που θα σε έκανε να αντιδράσεις ζωντανός στη μαυρίλα αυτού του κόσμου. Και εκεί στον στρατώνα σίγουρα θα τη γνώρισες από πρώτο χέρι. Άνθρωποι που πριν βρεθούν εκεί μοιάζουν σωστοί και κοινωνικοί. Και όταν βρεθούν σε εκείνο το περιβάλλον γίνονται χαιρέκακοι, σαδιστές, απάνθρωποι... Πώς να αντέξεις τέτοια σαπίλα, που να διοχετεύσεις τον θυμό σου, που να βρεις ομορφιά για να πιαστείς πάνω της, να αντέξεις τα κρύα κύματα; Ένα ξέφωτο χαράς η επίσκεψη της μητέρας σου και μετά ξανά πίσω στη σκοπιά, στο κόμπλεξ των ανωτέρων και της παράνοιας του στρατού. Για ποια πατρίδα να παλέψεις; Αυτή που σε γέμισε απελπισία και θλίψη και κατόπιν σου όπλισε το χέρι; Έχω τρία χρόνια να κατεβώ στην Ελλάδα Άγγελε. Δεν μου κάνει καρδιά να κατέβω. Αν μου έστελνες ένα μήνυμα από το Q-καρτοκινητό σου, τότε θα κατέβαινα να σε δω. Όπως τόσες φορές που σε έχω δει στον ύπνο μου και χαίρομαι την παρέα σου στα όνειρά μου. Και πόσο λυπάμαι που κάποιες από εκείνες τις φορές συνειδητοποιώ ότι κοιμάμαι και ότι σε λίγο θα ξυπνήσω και εσύ δεν θα είσαι σε αυτόν τον κόσμο. Κρίμα. Πολύ κρίμα. Κάποια στιγμή θα κλείσω και εγώ τα μάτια μου για πάντα και ίσως να βρω λίγη γαλήνη. Ένα μεγάλο μακρύ όνειρο στο οποίο θα σε δω ξανά και δεν θα χρειαστεί να ξυπνήσω μετά για να χαθούμε.